- τσιλώ
- και τσιλάω Ν(για πτηνά) κουτσουλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τιλῶ, με μαλάκωμα του -τ- πριν από -ι- (πρβλ. κλημα-τσ-ίδα < κλημα-τ-ίδα, πι-τσ-υλώ < πι-τ-υλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
γατί — και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν) 1. η γάτα ή το νεογνό της 2. καχεκτικό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. τού κάττα, με τροπή τού τ σε τσ (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
τσίλα — η, Ν κουτσουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρήματος τσιλώ] … Dictionary of Greek
τσιλάω — Ν βλ. τσιλώ … Dictionary of Greek
τσιρλώ — Ν τσιρλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιλώ, με ανάπτυξη ρ ] … Dictionary of Greek